Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στανιό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στανιό το [stanó] Ο38 : (προφ.) στις εκφράσεις με το ~, ασκώντας πίεση επάνω σε κπ., επιμένοντας φορτικά· ΣYN έκφρ. με το ζόρι: Ήθελε να φύγει, αλλά τον κράτησα με το ~. Tην πάντρεψαν με το ~. (υβρ.) γαμώ το ~ σου.

[μσν. στανιό ίσως < αρχ. ἀσθενῶς `χωρίς δύναμη΄ με νέα ανάλυση α- 1 σθενώς και ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ή < στενεύω `ζορίζω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go