Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλινικός -ή -ό [stalinikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Στάλιν ή στο σταλινισμό: Σταλινική περίοδος / δικτατορία. Σταλινικές μέθοδοι.
[λόγ. Στάλιν -ικός μτφρδ. γαλλ. stalinien]



