Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπόγγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπόγγος ο [spóŋgos] Ο18 : 1. (ζωολ.) θαλάσσιο ζωόφυτο, οργανισμός με ελαφρό και πορώδη σκελετό που δεν έχει την ικανότητα να κινείται. 2. μαλακή πορώδης και απορροφητική μάζα από επεξεργασμένο σπόγγο, καθώς και η απομίμησή της από συνθετική ύλη. α. για τον καθαρισμό του μαυροπίνακα. β. (εκκλ.) μικρός σπόγγος που χρησιμοποιείται στην πρόθεση 4 για τον καθαρισμό του Aγίου Ποτηρίου.

[λόγ. < αρχ. σπόγγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go