Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπουδαστικός -ή -ό [spuδastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους σπουδαστές και φοιτητές: Σπουδαστικά προβλήματα. Σπουδαστι κά δάνεια. Σπουδαστικό συνάλλαγμα.
[λόγ. σπουδαστ(ής) -ικός (διαφ. το αρχ. σπουδαστικός `ένθερμος΄)]



