Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπορέας ο [sporéas] Ο21 : 1. ονομασία του γεωργού ο οποίος σπέρνει. || (εκκλ.): Παραβολή του σπορέως. 2. επίσημη ονομασία της σπαρτικής μηχανής.
[λόγ.: 1: αρχ. σπορεύς, αιτ. -έα· 2: σημδ. γαλλ. semoir]



