Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπληνομεγαλία η [splinomeγalía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική αύξηση του όγκου της σπλήνας.
[λόγ. < γαλλ. splénomégalie < αρχ. σπλήν -ο- + αρχ. μεγαλ- (μέγας) -ie = -ία]



