Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπλαχνίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπλαχνίζομαι [splaxnízome] Ρ2.1β : (προφ.) ευσπλαχνίζομαι.

[ελνστ. σπλαγχνίζομαι με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] < εὐσπλαγχνίζομαι (< αρχ. εὔσπλαγχνος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go