Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπινθήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπινθήρας ο [spinθíras] Ο2 : 1. (λόγ.) σπίθα. 2. (ηλεκτρολ.) ηλεκτρικός ~, η λάμψη που παράγεται κατά την ένωση δύο ετερώνυμων ηλεκτρικών φορτίων.

[λόγ.: 1: αρχ. σπινθήρ, αιτ. -ῆρα· 2: σημδ. αγγλ. spark ή γαλλ. étincelle]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go