Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπερματοθήκη η [spermatoθíki] & σπερμοθήκη η [spermoθíki] Ο30 : 1. (βοτ.) το μέρος του καρπού το οποίο περικλείει τα σπέρματα. 2. (ζωολ.) σε μερικά θηλυκά έντομα, θύλακας του γεννητικού τους συστήματος στον οποίο φυλάσσονται τα σπερματοζωάρια του αρσενικού έως ότου να γονιμοποιηθούν.
[λόγ. σπερματο-, σπερμο- + -θήκη]



