Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαθάτος -η -ο [spaθátos] Ε3 : (προφ.) 1. σπαθοφόρος. 2. (για πρόσ.) α. που είναι ψηλός και λεπτός: Σπαθάτο λυγερό κορμί. β. (ειδικότ., στη χαρτομαντική) καστανός: Σου πέφτει ένας ~, ενδιαφέρεται για σένα ή θα τον συναντήσεις.
[σπαθ(ί) -άτος]



