Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σούμπιτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούμπιτος -η -ο [súbitos] Ε5 : (προφ.) όλος μαζί και σε μια στιγμή: H βάρκα βούλιαξε σούμπιτη.

[ιταλ. subito `αμέσως΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go