Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σουρλουλού
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουρλουλού η [surlulú] Ο37 : ως περιγελαστικός και μειωτικός χαρακτηρισμός γυναίκας που διακρίνεται για την επιπόλαιη συμπεριφορά της, που παραμελεί τα οικογενειακά της καθήκοντα.

[βεν. turlulu `χαζούλης, άμυαλος΄, αρχική σημ.: `γκιόνης΄, θηλ. κατά την κατάλ. -ού και παρετυμ. σούρνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go