Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σουνίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουνίτης ο [sunítis] Ο10 : μουσουλμάνος πιστός, οπαδός του σουνισμού, που δέχεται το δόγμα της σούνας. || (ως επίθ.): Σουνίτες μουσουλμάνοι.

[λόγ. σούν(α) -ίτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go