Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουνίτης ο [sunítis] Ο10 : μουσουλμάνος πιστός, οπαδός του σουνισμού, που δέχεται το δόγμα της σούνας. || (ως επίθ.): Σουνίτες μουσουλμάνοι.
[λόγ. σούν(α) -ίτης]



