Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σουκρούτ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουκρούτ το [sukrút] Ο (άκλ.) : είδος φαγητού αλσατικής προέλευσης από λάχανο ψιλοκομμένο και διατηρημένο σε άρμη.

[λόγ. < γαλλ. choucroute (από γερμ. διάλ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go