Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουκρούτ το [sukrút] Ο (άκλ.) : είδος φαγητού αλσατικής προέλευσης από λάχανο ψιλοκομμένο και διατηρημένο σε άρμη.
[λόγ. < γαλλ. choucroute (από γερμ. διάλ.)]



