Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σορόπι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σορόπι το [sorópi] Ο44 : 1. (προφ.) το σιρόπι. 2. (μτφ., λαϊκ.) συνήθ. ειρωνικά, για ερωτόλογα ή διαχύσεις ερωτικές: Άρχισαν τα σορόπια!

[< σιρόπι με υποχωρ. αφομ. [i-o > o-o] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go