Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σορολόπ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σορολόπ το [sorolóp] Ο (άκλ.) & σορολόπι το [sorolópi] Ο44 : (προφ.) στην έκφραση το ΄ριξε στο ~, αδιαφορεί, δε δίνει σημασία.

[τουρκ. şorolop (ηχομιμ.) `γκλουπ γκλουπ΄· σορολόπ -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go