Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σοπράνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοπράνο [sopráno] Ε (άκλ.) : 1. υψίφωνος: Έχει φωνή ~. || (ως ουσ.): H διάσημη ~. 2. ως χαρακτηρισμός μουσικών οργάνων των οποίων ο ήχος πλησιάζει τη φωνή σοπράνο: ~ σαξόφωνο.

[λόγ. < ιταλ. soprano]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go