Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σοβεί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοβεί [soví] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. δυσάρεστο που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση, για κτ. το οποίο υποβόσκει: Kυβερνητική κρίση ~ στη χώρα μας.

[λόγ. γ' εν. < αρχ. σοβῶ `προχωρώ γρήγο ρα, με νευρικότητα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go