Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σοβαρολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοβαρολογώ [sovaroloγó] Ρ10.9α : εννοώ απολύτως αυτό που λέω, μιλάω σοβαρά, δεν αστειεύομαι: Σοβαρολογείς; Δεν πιστεύω να σοβαρολογείς, όταν ακούμε κτ. που δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να το πιστέψουμε.

[λόγ. σοβαρ(ός) -ο- + -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go