Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμόκιν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμόκιν το [smókin & zmókin] Ο (άκλ.) : μαύρο σακάκι με μονοκόμματο γυαλιστερό γιακά, ως επίσημο ανδρικό ένδυμα. || είδος μονοκόμματου γιακά χωρίς πέτα.

[λόγ. < ιταλ. ή γαλλ. smoking < αγγλ. smoking `ζακέτα για κάπνισμα μετά το δείπνο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go