Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμηγματόρροια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμηγματόρροια η [zmiγmatória] Ο27 : (ιατρ.) υπερβολική έκκριση σμήγματος.

[λόγ. σμηγματ- (σμήγμα) -ο- + -ρροια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go