Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμαραγδένιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμαραγδένιος -α -ο [zmaraγδénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από σμαράγδια ή που είναι στολισμένος με σμαράγδια· σμαράγδινος: Σμαραγδένιο δαχτυλίδι. 2. (μτφ., λογοτ.) που έχει το βαθύ πράσινο χρώ μα του σμαραγδιού: Σμαραγδένια θάλασσα. Σμαραγδένια μάτια.

[σμαράγδ(ι) -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go