Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σμαραγδένιος -α -ο [zmaraγδénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από σμαράγδια ή που είναι στολισμένος με σμαράγδια· σμαράγδινος: Σμαραγδένιο δαχτυλίδι. 2. (μτφ., λογοτ.) που έχει το βαθύ πράσινο χρώ μα του σμαραγδιού: Σμαραγδένια θάλασσα. Σμαραγδένια μάτια.
[σμαράγδ(ι) -ένιος]



