Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμαράγδι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμαράγδι το [zmaráγδi] Ο44 : πολύτιμος διαφανής λίθος σε βαθύ πράσινο χρώμα.

[ελνστ. σμαράγδιον υποκορ. του αρχ. σμάραγδος (ανατολ. προέλ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμαράγδινος -η -ο [zmaráγδinos] Ε5 : ο σμαραγδένιος.

[λόγ. < ελνστ. σμαράγδινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go