Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμίλευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμίλευση η [zmílefsi] Ο33 : η ενέργεια του σμιλεύω, η κατεργασία της πέτρας με τη σμίλη.

[λόγ. < ελνστ. σμίλευ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go