Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμίκρυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμίκρυνση η [zmíkrinsi] Ο33 : περιορισμός των διαστάσεων και ειδικότερα τεχνική με την οποία οι διαστάσεις σχεδίων και φωτογραφιών μικραίνουν υπό κλίμακα: ~ σε κλίμακα 1 / 100.

[λόγ. σμικρύν(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. raccourci]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go