Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμήναρχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμήναρχος ο [zmínarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, ανώτερος από τον αντισμήναρχο και κατώτερος από τον ταξίαρχο, αντίστοιχος με το συνταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. σμήν(ος) + -αρχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go