Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σλοβακικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σλοβακικός -ή -ό [slovakikós] Ε1 & σλοβάκικος -η -ο [slovákikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σλοβακία ή στους Σλοβάκους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Σλοβακική κυβέρνηση / γλώσσα. Σλοβακικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η σλοβακική, τα σλοβακικά, τα σλοβάκικα, η σλοβακική γλώσσα. σλοβακικά & σλοβάκικα ΕΠIΡΡ σε σλοβακική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Σλοβακ(ία) -ικός < γερμ. Slowak(ei) -ία < σλαβ. Slovák· σλοβακ(ικός) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go