Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκώληκας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκώληκας ο [skólikas] Ο5 : (λόγ.) σκουλήκι: Εντερικοί σκώληκες, που παρασιτούν στο πεπτικό σύστημα των ζώων.

[λόγ. < αρχ. σκώληξ, αιτ. -ηκα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go