Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκύψιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκύψιμο το [skípsimo] Ο50 : η κλίση του σώματος ή του κεφαλιού προς τα εμπρός.

[σκυψ- (σκύβω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go