Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκυριανός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκυριανός -ή -ό [skirjanós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σκύρο ή στους κατοίκους της, που προέρχεται από τη Σκύρο: Σκυριανά έπιπλα. Σκυριανά αλογάκια. || (ως ουσ.) ο Σκυριανός, θηλ. Σκυριανή, ο κάτοικος της Σκύρου.

[η Σκύρ(ο < αρχ. Σκῦρος) -ιανός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go