Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκυριανός -ή -ό [skirjanós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σκύρο ή στους κατοίκους της, που προέρχεται από τη Σκύρο: Σκυριανά έπιπλα. Σκυριανά αλογάκια. || (ως ουσ.) ο Σκυριανός, θηλ. Σκυριανή, ο κάτοικος της Σκύρου.
[η Σκύρ(ο < αρχ. Σκῦρος) -ιανός]



