Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουληκαντέρα η [skulikandéra] Ο25 : 1. είδος μικρού υδρόβιου σκουληκιού. 2. (μτφ.) για γυναίκα άσχημη, υπερβολικά αδύνατη και ψηλή.
[σκουλήκ(ι) + άντερ(ο) μεγεθ. -α]



