Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκοταδιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκοταδιστής ο [skotaδistís] Ο7 θηλ. σκοταδίστρια [skotaδístria] Ο27 : μειωτικός χαρακτηρισμός για κπ. που επιβάλλει το σκοταδισμό.

[λόγ. σκοταδ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. obscurantiste (-iste = -ιστής)· λόγ. σκοταδισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go