Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκολειό το [skoló] Ο38 : (λαϊκότρ.) το σχολείο.
[ελνστ. σχολεῖον `χώρος διδασκαλίας, σχολή΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] και με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



