Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκληρύνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληρύνω [skliríno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) σκληραίνω, κυρίως μτφ.: H κυβέρνηση σκληρύνει τη στάση της.

[λόγ. < αρχ. σκληρύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go