Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκληρόκαρδος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληρόκαρδος -η -ο [sklirókarδos] Ε5 : που έχει σκληρή καρδιά, που δε λυπάται, δε συμπονεί κανένα: ~ βασιλιάς. σκληρόκαρδα ΕΠIΡΡ.

[σκληρο- + καρδ(ιά) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go