Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκεμπές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκεμπές ο [skembés] Ο13 : (λαϊκότρ.) η κοιλιά και το στομάχι, κυρίως όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι είναι πλαδαρά και προτεταμένα: Έκανε σκεμπέ από το πολύ φαΐ. || στομάχι σφαγμένου ζώου από το οποίο παρασκευάζεται πατσάς.

[τουρκ. işkembe με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go