Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαφτός -ή -ό [skaftós] Ε1 : που έχει δημιουργηθεί με σκάψιμο: Σκαφτοί τάφοι. || (μτφ., προφ.): Σκαφτή καβαδούρα.
[αρχ. σκαπτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]



