Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκασιαρχείο το [skasiarxío] Ο39 : κατά παράβαση των κανόνων της σχολικής ζωής, αδικαιολόγητη απουσία του μαθητή από το σχολείο· (πρβ. κοπάνα): Kάνει συστηματικά ~.
[λόγ. σκασιάρχ(ης) -είον]



