Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκαντάγιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαντάγιο το [skandájo] Ο39 : (ναυτ.) ειδικό βαρίδιο κρεμασμένο σε σκοινί που ρίχνεται στη θάλασσα από το πλοίο, για να μετρηθεί το βάθος της σε ορισμένο σημείο.

[βεν. scantagio]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go