Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαντάγιο το [skandájo] Ο39 : (ναυτ.) ειδικό βαρίδιο κρεμασμένο σε σκοινί που ρίχνεται στη θάλασσα από το πλοίο, για να μετρηθεί το βάθος της σε ορισμένο σημείο.
[βεν. scantagio]



