Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκανδαλολογία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκανδαλολογία η [skanδalolojía] Ο25 : η επίμονη συζήτηση ή δημοσίευση πληροφοριών που αφορούν (υποτιθέμενα) σκάνδαλα: H ~ των τελευταίων ημερών. H αξιωματική αντιπολίτευση κατάλαβε ότι με τη συνεχή και στείρα ~ δεν πρόκειται να πετύχει την πτώση της κυβέρνησης.

[λόγ. σκάνδαλ(ον) -ο- + -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες