Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκέρτσο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκέρτσο το [skértso] Ο39 : I. προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, ιδίως γυναίκας, για να φανεί χαριτωμένη και ελκυστική και για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των άλλων· νάζι: Aυτή η μικρή είναι όλο σκέρτσα κι όλο νά ζια. || (πληθ.) προσποιητή άρνηση: Mη μου κάνεις σκέρτσα! II. (μουσ.) ζωη ρό και εύθυμο μουσικό κομμάτι, τμήμα μιας ευρύτερης σύνθεσης. σκερτσάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[I: ιταλ. scherzo· ΙΙ: λόγ. < ιταλ. cherzo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκερτσόζικος -η -ο [skertsózikos] Ε5 : που ταιριάζει στο σκερτσόζο: Σκερτσόζικη συμπεριφορά. || Σκερτσόζικο καπέλο, χαριτωμένο. σκερτσόζικα ΕΠIΡΡ.

[σκερτσόζ(ος) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκερτσόζος -α -ο [skertsózos] Ε4 : που κάνει σκέρτσα, που συμπεριφέρεται με τρόπο προσποιητά χαριτωμένο για να αρέσει· ναζιάρης. || (ως ουσ.).

[ιταλ. scherzoso ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες