Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιχασιάρης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιχασιάρης -α -ικο [sixasxáris] Ε9 : που σιχαίνεται πολύ εύκολα. || (ως ουσ.).

[σιχασ(ιά) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες