Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιχασιά
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιχασιά η [sixasxá] Ο24 : το αίσθημα της αηδίας· η σιχαμάρα.

[μσν. σιχασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. σικχασία με απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το σικχαίνομαι > σιχαίνομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιχασιάρης -α -ικο [sixasxáris] Ε9 : που σιχαίνεται πολύ εύκολα. || (ως ουσ.).

[σιχασ(ιά) -ιάρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιχασιάρικος -η -ο [sixasxárikos] Ε5 : που αναφέρεται στο σιχασιάρη.

[σιχασιάρ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go