Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιρόκος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιρόκος ο [sirókos] Ο18 : (ναυτ.) ζεστός και ξηρός νοτιοανατολικός άνεμος που έρχεται από την Aφρική και του οποίου μετριάζεται η ξηρότητα καθώς περνά πάνω από τη Mεσόγειο.

[ιταλ. scirocco (από τα αραβ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go