Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιναϊτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιναϊτικός -ή -ό [sinaitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ορθόδοξο μοναστήρι το οποίο είναι χτισμένο στο όρος Σινά: ~ κώδικας.

[λόγ. < νλατ. sinaiticus < ελνστ. Σινᾶ (< εβρ. Sīnai) -iticus < -ίτ(ης) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go