Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιλικόνη η [silikóni] Ο30 : (χημ.) ονομασία χημικών οξυγονούχων οργανικών ενώσεων του πυριτίου. || ελαστικό ημιδιαφανές στερεό σώμα που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στην πλαστική χειρουργική· ακόμη χρησιμοποιείται στη βιομηχανία των πλαστικών, των υλικών μονώσεως και επικαλύψεως κτλ.
[λόγ. < γαλλ. silicon(e) -η]