Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιδηροδέσμιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδηροδέσμιος -α -ο [siδiroδézmios] & σιδεροδέσμιος -α -ο [siδeroδé zmios] Ε6 : (σε σχήμα υπερβολής) χαρακτηρισμός ανθρώπου δεμένου με χειροπέδες ή αλυσίδες: Tον έφεραν σιδηροδέσμιο.

[λόγ. < ελνστ. σιδηροδέσμιος· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σιδερο-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go