Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγαστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγαστήρας ο [siγastíras] Ο2 : συσκευή η οποία περιορίζει το θόρυβο: ~ του όπλου.

[λόγ. < αρχ. σιγασ- (σιγάζω) `κάνω κπ. να σωπάσει΄ -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. silencer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες