Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιβυλλικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιβυλλικός -ή -ό [sivilikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σίβυλλα: Σιβυλλικοί χρησμοί. Σιβυλλικά βιβλία. 2. (για λόγια, συμπεριφορά, στάση κτλ.) που είναι σκοτεινός και μυστηριώδης, που είναι δύσκολο να τον κατανοήσει κανείς: Σιβυλλική απάντηση. Σιβυλλικά λόγια. σιβυλλικά ΕΠIΡΡ: Xαμογέλασε ~.

[λόγ. < αγγλ.(;) sibyllic < αρχ. Σίβυλλ(α) -ic = -ικός (ελνστ. Σιβυλλιακός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go