Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σημαινόμενο το [simenómeno] Ο40 : (γλωσσ.) το περιεχόμενο, η ενυπάρχουσα έννοια ενός γλωσσικού σημείου.
[λόγ. < αρχ. τό σημαινόμενον `η σημασία των λέξεων΄ (μπε. του σημαίνω) σημδ. γαλλ. signifié]



